- νοσοτροφία
- νοσο-τροφία, ἡ,A nursing of disease, Pl.R.407b; ἡ τοῦ σώματος ν. ib.496c, cf. Ael.VH4.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νοσοτροφία — νοσοτροφίᾱ , νοσοτροφία nursing of disease fem nom/voc/acc dual νοσοτροφίᾱ , νοσοτροφία nursing of disease fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσοτροφία — νοσοτροφία, ἡ (Α) [νοσοτρόφος] 1. τρόπος διατροφής κατά τη διάρκεια τής ασθένειας 2. περίθαλψη αρρώστου, νοσηλεία … Dictionary of Greek
νοσοτροφίαν — νοσοτροφίᾱν , νοσοτροφία nursing of disease fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσεξις — έξεως, ἡ, Α [προσέχω] προσοχή, προσήλωση («νοσοτροφία... ἐμπόδιον τῇ προσέξει τοῡ νοῡ», Πλάτ.) … Dictionary of Greek